ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ:

ΔΟΜΕΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ, ΓΟΝΕΩΝ, ΜΑΘΗΤΩΝ

Βάσω Παππά (Ψυχολόγος. Σύμβουλος Οικογένειας, Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Σχολών Γονέων)

Οι Συμβουλευτικοί Σταθμοί ή Συμβουλευτικά Κέντρα δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, τόσο στην Αττική όσο και στις υπόλοιπες περιοχές, στο πλαίσιο της ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής των δημοτικών αρχών. Το γεγονός της δημιουργίας και της επιτυχούς λειτουργίας των ήδη υπαρχόντων Συμβουλευτικών Κέντρων όλα αυτά τα χρόνια καθώς και το γεγονός της δημιουργίας όλο και περισσότερων παρόμοιων δομών και από τους υπόλοιπους Δήμους αποτελούν ελπιδοφόρα απόδειξη για την προώθηση της ψυχικής υγείας στη χώρα μας.

Τα Συμβουλευτικά Κέντρα δημιουργήθηκαν με σκοπό την αντιμετώπιση των προβλημάτων των δημοτών κάθε ηλικίας και την παροχή ψυχολογικής υποστήριξης σε όλους τους δημότες και ιδιαίτερα στις ευπαθείς ομάδες. Είναι στελεχωμένα με διεπιστημονική ομάδα, που απαρτίζεται από ειδικούς ψυχικής υγείας; ψυχολόγο / παιδοψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό, ψυχίατρο / παιδοψυχίατρο, λογοπεδικό κ.ά. Ως βασικοί στόχοι από τα περισσότερα Συμβουλευτικά Κέντρα ορίζονται; π παροχή συμβουλευτικής ατόμων, ζευγαριών, γονέων, εφήβων, οικογενειών σε κρίση, γονέων παιδιών με ειδικές ανάγκες (όλων των περιστατικών που φτάνουν στο Κέντρο), η εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης ψυχικής υγείας, πρόληψης ναρκωτικών και εξαρτησιογόνων ουσιών, η επαγγελματική στήριξη και κοινωνική ένταξη παλιννοστούντων και μειονοτήτων, ο επαγγελματικός προσανατολισμός εφήβων, η αξιολόγηση και αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολιών παιδιών και εφήβων. Ο σκοπός των υπηρεσιών που παρέχει ένα Συμβουλευτικό Κέντρο είναι η προαγωγή της ψυχικής υγείας των δημοτών διαμέσου της πρωτογενούς πρόληψης, της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινότητας, της έγκαιρης παρέμβασης και της θεραπευτικής αντιμετώπισης (όπου αυτή κρίνεται αναγκαία).

Τα Συμβουλευτικά Κέντρα εστιάζονται στην πρόληψη μέσα από τη διαδικασία Αγωγής Κοινότητας. Πραγματοποιούν ομιλίες - διαλέξεις σε σχολεία, συλλόγους γονέων και σεμινάρια, κυρίως σε εφήβους, εκπαιδευτικούς και γονείς, με στόχο την ευαισθητοποίηση της σχολικής και της ευρύτερης κοινότητας σε θέματα ανθρώπινων σχέσεων. Επίσης, έρχονται σε επαφή με φορείς του Δήμου (αστυνομία, ΚΑΠΗ, σχολεία, εκκλησία, τοπικές οργανώσεις) αλλά και με φορείς της ευρύτερης περιοχής (π.χ. δημόσιες υπηρεσίες για την ψυχική υγεία)για γνωστοποίηση των υπηρεσιών που παρέχουν και την πιθανή μεταξύ τους συνεργασία.

Οι υπηρεσίες που παρέχει ένα Συμβουλευτικό Κέντρο γενικά αφορούν: (α) τη διαγνωστική αξιολόγηση και θεραπευτική αντιμετώπιση τόσο ατομικών περιπτώσεων όσο και οικογενειών, και (β) την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των δημοτών σε θέματα ψυχικής υγείας.

Τα Συμβουλευτικά Κέντρα ή οι Συμβουλευτικοί Σταθμοί αναμφίβολα αποτελούν δομές στήριξης τόσο για τους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων του Δήμου όσο και για τους γονείς, αλλά και για τους ίδιους τους μαθητές αυτών των μονάδων.

Α. Η ψυχολογική συμβουλευτική που παρέχεται στο εκπαιδευτικό προσωπικό είναι μία διαδικασία κατά την οποία ο εκπαιδευτικός επικοινωνεί με δική του πρωτοβουλία με τον ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχολόγο - σύμβουλο) εκθέτοντας του ένα πρόβλημα, μία δυσκολία πού αντιμετωπίζει στο πλαίσιο της εργασίας του. Η πρωτοβουλία ανήκει στον ίδιο τον εκπαιδευτικό, ο οποίος θεωρεί ότι ένας ψυχολόγος μπορεί να τον βοηθήσει στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος.

Η συμβουλευτική του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι μία συμβουλευτική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από ισοτιμία μεταξύ δύο επαγγελματιών. Ο σύμβουλος - ψυχολόγος μπορεί να εργαστεί ατομικό με έναν εκπαιδευτικό ή ομαδικά. Συγκεκριμένα, ο εκπαιδευτικός απευθύνει στον ψυχολόγο-σύμβουλο;

• για να ζητήσει συμβουλή για την περίπτωση κάποιου μαθητή ή μιας ομάδας μαθητών

• γιο να εκπονηθεί από τον ψυχολόγο-σύμβουλο κάποιο πρόγραμμα πρόληψης ή έγκαιρης διάγνωσης και παρέμβασης στο πλαίσιο του σχολείου·

• για να βοηθηθεί στη δική του προσπάθεια εφαρμογής ενός προγράμματος.

Ο ψυχολόγος -σύμβουλος μπορεί να συνεισφέρει: (α) στη μετάδοση στον εκπαιδευτικό γνώσεων σχετικών με την ψυχολογία: γνώσεων για την κατάρτιση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, για την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων επανορθωτικής διδασκαλίας (π.χ. προγράμματα αποκατάστασης-δυσκολιών μάθησης) ή για τη βελτίωση των δεξιοτήτων του (π.χ. για την τροποποίηση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς κάποιου μαθητή / μαθητών)" (β) στην αύξηση της αυτοπεποίθησης του (όταν διαθέτει τις γνώσεις και τις δεξιότητες)· (γ) στην καθοδήγηση του εκπαιδευτικού στο πώς να διαμορφώνει στην τάξη ένα θετικό ψυχολογικό κλίμα, που θα προάγει την ψυχική υγεία όλων των μαθητών και (δ) στη διατήρηση της αντικειμενικότητας του και την ενδυνάμωση της ουδετερότητας του.

Επιπλέον, το προσωπικό του Συμβουλευτικού Κέντρου έρχεται σε επαφή με το διδακτικό προσωπικό και πραγματοποιεί στο χώρο του σχολείου προγράμματα πρόληψης ή ενημερώνει με ομιλίες - διαλέξεις εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές πάνω σε καίρια θέματα. Η ενημέρωση και συμβουλευτική που παρέχεται από τούς ειδικούς ψυχικής υγείας στους εκπαιδευτικούς μπορεί επίσης, εκτός από την ατομική βάση, να γίνει και ομαδικά. Οι ομάδες εκπαιδευτικών έχει αποδειχτεί ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές όσον αφορά την αξιοποίηση των δυναμικών η αναπτύσσονται στην ομάδα.

Β. Η ψυχολογική στήριξη που παρέχεται στους γονείς παρέχεται επίσης ατομικά και ομαδικά. Σε ατομικό επίπεδο, ο γονέας πληροφορείται για τη δυσκολία που αντιμετωπίζει το παιδί του καθοδηγείται κατάλληλα από τον ειδικό της ψυχικής υγείας. Εκτός από την ατομική συμβουλευτική παρέχεται και συζυγική αλλά και οικογενειακή συμβουλευτική,

Σε ομαδικό επίπεδο, τα Συμβουλευτικά Κέντρο οργανώνουν τη λειτουργία Σχολών Γονέων Οι Σχολές Γονέων λειτουργούν στο πλαίσιο του Συμβουλευτικού Κέντρου ή στο πλαίσιο σχολείου, όπου ο ειδικός ψυχικής υγείας (ψυχολόγος ή κοινωνικός λειτουργός) αναλαμβάνει

να «συντονίσει» την ομάδα των γονέων, να «εκπαιδεύσει» τους γονείς. Οι Σχολές Γονέων δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά στη χώρα μας το 1962, με πρωτοβουλία της κ. Μαρίας Χουρδάκη, ψυχολόγου και Επίτιμου Προέδρου του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Σκοποί των Σχολών Γονέων είναι: (α) η στήριξη και η προάσπιση του θεσμού της οικογένεια που αποτελεί το μοναδικό πλαίσιο ασφάλειας, σιγουριάς και σταθερότητας του σύγχρονου ατόμου, και (β) η διαφύλαξη και η προστασία της ψυχικής υγείας των μελών της οικογένειας καθώς και της θετικής εξέλιξης του παιδιού, ως μοναδική θωράκιση σε κάθε τομέα της μελλοντικής ζωής του. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων χρειάζονται βασικές γνώσεις, που προσφέρονται στους γονείς, καθώς επίσης και προοπτικές για διαφοροποίηση της στάσης τους απέναντι στο παιδί μέσα από τη θεμελίωση μιας σωστής και υγιούς σχέσης. Στις Σχολές Γονέων αναλύονται η μορφή και η δομή της σύγχρονης οικογένειας, οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν, οι σχέσεις των γονέων μεταξύ τους, οι σχέσεις τους με τα παιδιά, οι οικογενειακοί ρόλοι, οι δυσκολίες και τα προβλήματα που προκύπτουν μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Γίνεται, επίσης, προετοιμασία για το γάμο και το γονεϊκό ρόλο, αφού οι Σχολές Γονέων δεν απευθύνονται μόνο γονείς που ήδη έχουν παιδιά, αλλά και σε υποψήφιους γονείς. Οι Σχολές Γονέων στοχεύουν στην πρόληψη.

Οι δύο βασικές κατευθύνσεις πάνω στις οποίες εργαζόμαστε στις Σχολές Γονέων (αναφέρομαι σε πρώτο πρόσωπο, διότι ανήκω στις Σχολές Γονέων) είναι η ενημέρωση, ο οστικός τομέας και η διαμόρφωση - διαφοροποίηση της στάσης και της συμπεριφοράς, η σταδιακή ωρίμανση της προσωπικότητας του γονέα, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη θετική εξέλιξη του παιδιού του. Οι δύο αυτές βασικές κατευθύνσεις είναι οι κατευθύνσεις που όρισε και η Διεθνής Ομοσπονδία για την Εκπαίδευση των Γονέων (Federation Internationale pour lEducation des Parents - F.I.E.P.), της οποίας είμαστε παράρτημα από το 1964.Έτσι, προσδιορίσαμε σύστημα μας ως εξελικτικό σύστημα, που στηρίζεται στις δύο βασικές αρχές της F.I.E.P,, την ενημέρωση - πληροφόρηση και τη διαμόρφωση - διαφοροποίηση της στάσης του γονέα -συζύγου- παιδιού. Εξελικτικό, γιατί: (α) στο γνωστικό επίπεδο, γίνεται αναφορά στα δεδομένα εξελικτικής ψυχολογίας, από τη βρεφική ηλικία ως την ενηλικίωση, και (β)γιατί στοχεύει στην εξελικτική, σταδιακή διαφοροποίηση της ψυχολογίας όλων των μελών του συστήματος της αγένειας ως προς τις διαμορφούμενες νέες οικογενειακές σχέσεις.

Οι Σχολές Γονέων δεν έχουν σχέση με το σχήμα του γνωστού σχολείου, τη διδασκαλία, τα μαθήματα. Το σχήμα που τελικά αποδείχτηκε ως αποτελεσματικό είναι εκείνο της εργασίας με ομάδες των 15-20 ατόμων. Μέσα σε μια φιλική ατμόσφαιρα κάθε γονέας έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει τις απόψεις του, να μοιραστεί τους προβληματισμούς του με τους άλλους γονείς, ακούσει τις αντίστοιχες απόψεις των άλλων γονέων και, τελικά, τις απόψεις της επιστήμης, ψυχολόγου, του κοινωνικού λειτουργού. Οι συναντήσεις αυτές πραγματοποιούνται σε εβδομαδιαία βάση και διαρκούν 1.30 - 2 ώρες. Η διάρκεια των εργασιών μιας ομάδας εξαρτάται ϊ) τα ενδιαφέροντα των μελών της.

Η θεματολογία προσδιορίζεται από τους γονείς ανάλογα με τις ανάγκες τους. Με την πάροδο χρόνου, καθώς οι συναντήσεις προχωρούν, οι συζητήσεις γίνονται πιο θερμές και βαθύτερες σε προβληματισμό. Η θεματολογία ως προς το γνωστικό τομέα έρχεται στην επιφάνεια αυθόρμητα, σταδιακά, καθώς με το διάλογο τα μέλη της ομάδας παρουσιάζουν τον προβληματισμό, τις απόψεις, τις αντιρρήσεις τους. Είναι ευκαιρίες για τον υπεύθυνο της ομάδας παρουσιάσει τις απόψεις της επιστήμης, απόψεις απαραίτητες, γνώσεις αναγκαίες για το μέλλον στις μακροχρόνιες διαδικασίες σχέσεων της οικογενειακής ομάδας.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε την αναγκαιότητα λειτουργίας Σχολών Γονέων σε κάθε σχολική μονάδα, σε συνεργασία με τους Συλλόγους Γονέων, μια αναγκαιότητα που μπορεί και πρέπει προωθηθεί από τους εκπαιδευτικούς, αφού η ψυχική υγεία όλων των μελών της οικογένειας /γονέων και, ιδιαίτερα, παιδιών- αναμφισβήτητα αντανακλάται και στην εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι σαφέστατα πολύ πιο σημαντικό να παρεμβαίνει κανείς στο σύστημα της οικογένειας με στόχο την πρόληψη προβλημάτων που αναπόφευκτα μεταφέρονται από τους μαθητές στο φιλικό περιβάλλον.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μαθητές μπορούν να ομαδοποιηθούν στις ακόλουθες κατηγορίες: (α) προβλήματα συμπεριφοράς/ δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο και την οικογένεια, (β) μαθησιακές δυσκολίες. Στα Συμβουλευτικά Κέντρα γίνεται αξιολόγηση / διάγνωση των δυσκολιών που οι μαθητές αντιμετωπίζουν με κατάλληλα ψυχομετρικά μέσα και τους παρέχεται συμβουλευτική υποστήριξη. Σε ομαδικό επίπεδο λειτουργούν ομάδες εφήβων, οι οποίες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των ειδικών θεμάτων που απασχολούν τους εφήβους όπως ο επαγγελματικός προσανατολισμός, η σχέση τους με τους γονείς τους και τους συνομηλίκους τους, η αυτοεικόνα και η αυτοεκτίμησή τους. Οι ειδικοί ψυχικής υγείας συνεργάζονται με τους γονείς και με τον εκπαιδευτικό / τους εκπαιδευτικούς, όπου αυτοί εμπλέκονται.

Συχνά οι εκπαιδευτικοί είναι αυτοί που παραπέμπουν περιστατικά σε ένα Συμβουλευτικό Σταθμό. Στη διαδικασία παραπομπής οπωσδήποτε εμπλέκονται οι γονείς, οι οποίοι είναι ενήμεροι για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το παιδί τους. Δεδομένου ότι ο εκπαιδευτικός βρίσκεται συνήθως αρκετές ώρες την εβδομάδα με τους μαθητές, δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει μόνο την επίδοση τους αλλά και τη συμπεριφορά τους μέσα στην τάξη και εν γένει στο σχολικό χώρο, Επιπλέον, αρκετά συχνά ο εκπαιδευτικός αποτελεί ένα είδος συμβούλου για το μαθητή, ο οποίος μπορεί να του εμπιστευτεί κάποιο πρόβλημα του. Έτσι ο εκπαιδευτικός μπορεί να αποτελέσει τη διασύνδεση μεταξύ παιδιού και ειδικού. Είναι σημαντικό οι εκπαιδευτικοί που γίνονται αποδέκτες κάποιου αιτήματος ή απλώς «χρίζονται» ως έμπιστοι από τους μαθητές να μπορέσουν να ακούσουν σε ένα πρώτο επίπεδο και στη συνέχεια, σε ένα δεύτερο επίπεδο, να παραπέμψουν το μαθητή σε ένα πιο κατάλληλο πλαίσιο. Ιδιαίτερα για τους εφήβους, οι οποίοι διανύουν μια εξελικτική περίοδο πνευματικής, συναισθηματικής και βιολογικής έντασης, οι χειρισμοί των εκπαιδευτικών θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διακριτικοί. Καταρχήν, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι σε θέση να παράσχει την πληροφορία στον έφηβο, όταν του ζητηθεί. Στο ερώτημα του εφήβου «πού μπορώ να βοηθηθώ για κάποια δυσκολία που έχω, για ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζω;», που μπορεί να αφορά τις διαπροσωπικές του σχέσεις, τις σχέσεις του με τους γονείς του, το επαγγελματικό του μέλλον κλπ, ο εκπαιδευτικός πρέπει να είναι σε θέση να δώσει απάντηση. Στην περίπτωση που ο έφηβος εμπιστευτεί ένα πρόβλημα του σε κάποιον εκπαιδευτικό, αυτός θα πρέπει να είναι εχέμυθος καινά αποδειχθεί αντάξιος της εμπιστοσύνης του μαθητή. Αργότερα, εφόσον τον ακούσει, θα κάνει την παραπομπή. Κάποιες φορές, οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να «παραβιάσουν» το απόρρητο, ενημερώνοντας τους γονείς για μια σημαντική δυσκολία που αντιμετωπίζει το παιδί τους. Όταν θεωρήσουν ότι πρέπει να «λήξει» το απόρρητο, το παιδί/ ο έφηβος θα πρέπει να ενημερωθεί γι' αυτό. Σε περίπτωση που του γνωστοποιηθεί ότι θα πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο και το παιδί αρνηθεί, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να σεβαστεί αυτή του την επιθυμία. Η μόνη εξαίρεση λήξης του απορρήτου χωρίς τη συγκατάθεση του παιδιού (εφόσον όμως έχει το ίδιο προηγουμένως ενημερωθεί ότι θα συμβεί αυτό) είναι όταν η εκμυστήρευση που κάνει το παιδί στον εκπαιδευτικό ενέχει κίνδυνο για το ίδιο ή για άλλους (π χ. ναρκωτικά, απειλές βίας, επικείμενη απόπειρα αυτοκτονίας).

Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές πόσο μεγάλη είναι η αναγκαιότητα ύπαρξης Συμβουλευτικών Κέντρων και η ανάπτυξη διασύνδεσης τους σε όλα τα επίπεδα με τις εκπαιδευτικές μονάδες της περιοχής και την ευρύτερη κοινότητα. Ιδιαίτερα όσον αφορά το σχολείο, θεωρούμε ότι προβάλλει για μια ακόμα φορά ένα σημαντικό έλλειμμα, αυτό του θεσμού του σχολικού ψυχολόγου. Ο σχολικός ψυχολόγος, ως οργανικό μέλος της σχολικής κοινότητας, παρεμβαίνει έγκαιρα, υποστηρικτικά και διορθωτικά, χωρίς να χρειαστεί η απομάκρυνση του παιδιού από το σχολικό χώρο, κάτι που θεωρούμε πολύ σημαντικό.

Αναμφίβολα, το μοντέλο παρέμβασης που προτείνεται από τα Συμβουλευτικά Κέντρα είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της πρόληψης και της προαγωγής της ψυχικής υγείας στο πλαίσιο της κοινότητας. Ας ελπίσουμε ότι οι προσπάθειες που γίνονται προς την κατεύθυνση αυτή θα συνεχιστούν και θα ενταθούν στο πλαίσιο της κοινότητας, του σχολείου και της οικογένειας.